- πρωταγωνιστώ
- (ε) αμετ.1) прям. , перен. играть главную роль; 2) перен. быть главным действующим лицом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστώ, πρωταγωνίστησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνίστησα, είμαι πρωταγωνιστής: Στο έργο εκείνο πρωταγωνιστούσε ο Ορ. Μακρής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωταγωνιστῶ — πρωταγωνιστέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) πρωταγωνιστέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) πρωταγωνιστής one who plays the first part masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρωταγωνιστώ — έω, Ν [συμπρωταγωνιστής] πρωταγωνιστώ μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο … Dictionary of Greek